Ο Παύλος Σιδηρόπουλος o σημαντικότερος εκπρόσωπος της Ελληνικής ροκ, ήταν δισέγγονος του Ζορμπά και ανηψιός της Ελλης Αλεξίου. Σε αυτές τις δύο διαφορετικές του ρίζες έβλεπε την αιτία της συνύπαρξης σε αυτόν του rocker και του σκεπτικιστή. Ο Π.Σ. γεννήθηκε στις 20/7/1948 (ή 28/7/1948, οι πηγές μου διαφωνούν) στην Αθήνα και ως τα επτά του χρόνια έζησε στην Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του είχε έρθει από τον Πόντο και κατέληξε στην Αθήνα όπου άνοιξε εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού για φωτογραφίες. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1970 από τη Θεσσαλονίκη όπου είχε πάει για σπουδές στο Μαθηματικό.

ΦΛΟΥ


Παύλος Σιδηρόπουλος τραγούδι, κρουστά
Βασίλης Σπυρόπουλος ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα
Νίκος Σπυρόπουλος ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, πιάνο συνθεσάϊζερ, φλάουτο
Τόλης Μαστρόκαλος μπάσσο
Ανδρέας Μουζακίτης τύμπανα

Παραγωγή Θόδωρος Σαραντής
Συντονιστής Μάνος Ξυδούς
1.Ο Μπάμπης ο Φλου

Μια ιστορία θα σας πω
για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου
που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ
σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος
ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου
μουρμούραει μόνος και διαρκώς
σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε
χωρίς να το σκεφτεί
κι άμα ψιλοβαριότανε
άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε
χωρίς να το σκεφτεί
κι άμα ψιλοβαριότανε
άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές
ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου
τσιμπολογούσε τις ξανθές
ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε
ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου
κι αν τον πολυρωτάγανε
σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε
χωρίς να το σκεφτεί
κι άμα ψιλοβαριότανε
άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί
2.Μου πες θα φύγω

Μου 'πες θα φύγω χθες το βράδυ ξαφνικά
απλώς κουράστηκα δε φταίω για όλα αυτά
Θεε μου δε θέλει το βλέπω καθαρά
κι όλα γίναν Θεε μου τόσο μα τόσο ξαφνικά

Σηκώθηκα μονάχος το πρωί
χωρίς καφέ χωρίς τσιγάρο και ψυχή
Θεε μου το ξέρω τώρα είμαι μοναχός
κι όμως θα γυρίσει πάλι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς

Το ξέρω είναι λίγο δύσκολο μα εγώ
στο λέω μπορούσα να περιμένω και μπορώ
βλέπεις οι δυο μας μόνοι δε νιώσαμε ποτέ
τώρα, τώρα πες μου ποιόν,
πες μου ποιόν θα 'χεις να τα λες;
3.Πού να γυρίζεις

Εξω ο καιρός βροχερός λέω να βγω να μη βγω
πού να γυρίζεις; πού να γυρίζεις;
λέω να πάω σινεμά, βόλτα απ' του Γιώργου το μπαρ
πού να γυρίζεις; πού να γυρίζεις;
Θα πάω απ' του Τάκη μπορεί καμιά ψιλή να βρεθεί
πού να γυρίζεις; πού να γυρίζεις;

Εξω βραδιάζει έπιασε αγέρας δυνατός
βρέχει κι εγώ γυρνάω μοναχός
ψάχνω κάπου στην τύχη να σταθώ
και σπίτι δεν θα μπορώ να κοιμηθώ

Στην πόλη τα φώτα σβυστά
δυο φίλοι μου λεν γειά χαρά
πού να γυρίζεις; πού να γυρίζεις;
4.Το ξέσπασμα

Μια μέρα στην Αθήνα
μπούχτισα απ' τη ρουτίνα
φιλάω τη γριά μου
κι απλώνω τα φτερά μου
κι όπου γουστάρω πάω
και τρέχει ο άνεμος μπροστά
τον ήλιο ακολουθάω
κι ο μήνας έχει εννιά

Κι οργώνοντας τους δρόμους
ακούω χιλιάδες νόμους
μα εγώ όμως προχωράω
και πίσω δεν κοιτάω
κι όπου γουστάρω πάω
και τρέχει ο άνεμος μπροστά
τον ήλιο ακολουθάω
κι ο μήνας έχει εννιά

Κι όπου γουστάρω πάω
και τρέχει ο άνεμος μπροστά
τον ήλιο ακολουθάω
κι ο μήνας έχει εννιά
5.Οι σοβαροί Κλόουν

Τους είδα στα υπόγεια καταφύγια
κείνες τις νύχτες του Μαγιού
με βλέμμα καρφωμένο προς την πόρτα
ανήσυχο από το φόβο του διωγμού

Τους είδα βιαστικούς μέσα στη νύχτα
σ' ένα παράνομο κρυφτό
δραπέτες των λεωφόρων
σκορπώντας στους πολίτες πανικό

Τους είδα σε διαδήλωση
να φεύγουν με τη γεύση του μισού
το πλήθος ξέρναε την αγρύπνια τους
και τους σημάδευε το μάτι ενός φακού

Στα σκοτεινά δωμάτια
με συζητήσεις
που δεν τέλειωσαν ποτέ
στις μυστικές βιβλιοθήκες και στα πάρκα
με Πόε, με Ντε Σαβ και Μαρκ Τουέν
και με μια άγνωστη αρρώστια στη σάρκα

Γυμνοί από αγάπη κι από μίσος
διωγμένοι σαν εξτρεμιστές
γνωρίσαν τον Χριστό μέσα απ' την πείνα τους
ή μες στις φυλακές πεθαίνοντας στον τρόμο ότι πεθαίνουν
στην αγωνία της επόμενης στιγμής
τους είδα περαστικούς από τις αίθουσες των Πανεπιστημίων
και των δημόσιων σκοτεινών ψυχιατρείων
να συλλαβίζουνε την αλφαβήτα της κραυγής
6.Το '69 με κάποιο φίλο

Το '69 καθώς γυρνούσα εδώ και εκεί
τους δρόμους έπαιρνα νωρίς απ' το πρωί
είδα ένα φίλο λιωμένο από ρακί
τα παρατάω μου 'πε κι αρχίζω απ' την αρχή

Σ' ένα παγκάκι στο μουσείο σε μια γωνιά
μου πε κλατάρω δεν αντέχω άλλο πια
δουλειά και σπίτι, σπίτι και δουλειά
θα τα φτύσω όλα και θα φύγω μια βραδιά

Τ' αφεντικό με βρίζει η μάνα μου βογγά
μια καλημέρα δεν μου λεν στη γειτονιά
πως είμαι αλήτης συνεχώς μου κοπανά
γι'αυτό σου λέω Παύλο φεύγω πια για τα καλά

Μια μέρα γύρισα στο σπίτι το πρωί
βρήκα ένα γράμμα πεταμένο στην αυλή
όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή
τον Λευτέρη λέει τον εκλείσαν φυλακή
αποπλάνησε είπαν δεκαεξάχρονη μικρή
αποπλάνησε είπαν...
7.Στην Κ

Οταν κάποιο βράδυ θα σε ξυπνήσει απότομη η κραυγή σου
και τρέξεις στη μαμά σου να το πεις
και εκείνη τρομαγμένη μες στο ψυγείο κλείσει τη φωνή σου
θα 'ναι αργά μεσάνυχτα και θα 'χεις κουραστεί

Οταν θα αγαπήσεις το γέλιο σου και την αναπνοή σου
και δεις πως έχεις κάτι να μας πεις
στο πλάι σου ο άνθρωπος που διάλεξες βιτρίνα στη ζωή σου
τριάκοντα αργύρια αντίτιμο σιωπής

Πες μας τι θα γίνει αν κάποτε αγγίξεις το κορμί σου
και το 'βρεις τσακισμένο απ' τις πληγές
και γύρω σου κούκλες χλωμές ανίκανες να ακούσουν τη φωνή σου
και οι αλήθειες σου να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές.
8.Η ώρα του Stuff

Κίτρινο το σούρουπο η ώρα έξι και μισή
πες μου κάτι μίλησε δεν αντέχω στη σιωπή
κλείσε το παράθυρο, τρέμω και το σκέπασμα βαρύ
τούτη η πόλη γίνηκε ανυπόφορη πληγή

"Δες βραδιάζει, μη μιλάς
μον' έλα λίγο πιο κοντά"

Ξέρω πως ανάσκελα θα μας βρούνε ένα πρωί
σέρνοντας στο βλέμμα μας κάποια σιωπηλή κραυγή
άδειο θαν' το πρόσωπο κι η ματιά τους αδειανή
με έναν αργό θάνατο να μας λειώνει το κορμί

"Μη φοβάσαι σβήσ' το φως
δεν υπάρχει που, πότε και πως"

"Πριν τελειώσει η νύχτα αυτή
πριν μας έβρει το πρωί"

Πες μου αν μ' αγάπησες όσο ο ήλιος την αυγή
όσο ο γκρίζος ουρανός κάποιας άνοιξης βροχή
αν τον φόβο μου έβλεπες πίσω από κάθε μου φιλί
πες μου αν μ' αγάπησες όσο η νύχτα την σιωπή
9.Τω αγνώστω θεώ

Σ' είδα χθες το βράδυ να κάνεις εμετό
φύγε μου 'πες φίλε μου πριν γίνει το κακό
μέσα μου κρύβω Μορλοκς μαύρα ξωτικά
μισώ μου 'πες το σώμα μου κι αρνιέμαι στα τυφλά
κι ουρλιάζω σιωπηλά
κι ουρλιάζω σιωπηλά

Ηταν πρωί τ' Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
σκοράριζες τον θάνατο κει στη δεξαμενή
και σκούζοντας γι' αλήθειες που στάζαν πανικό
σε βρήκαν τα μεσάνυχτα ολότελα γυμνό
να καρφώνεις στο κενό
να καρφώνεις στο κενό

Η Αννα μου 'πε Παύλο η Αθήνα είναι τρελή
τη νύχτα είναι ολοφώτιστη τη μέρα σκοτεινή
μ' αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυό
τριγύρναε στα μουσεία μ' ένα μπάσταρδο μωρό
κι ανάμεσα στις πέτρες θυσία τω άγνωστω Θεώ
κόβει η δόλια μάνα τη γλώσσα απ' το μωρό
τραγουδώντας σ' αγαπώ
10.Εν κατακλείδι

Και τώρα φίλοι μου είν' αργά
μια καληνύχτα στη μαμά
και λίγη στάχτη στα μαλλιά
καιρός να πούμε αντίο

Σκεπάσαμε όλους τους νεκρούς
με αρρωστιάρικους ψαλμούς
κλόουν με σοβαρούς σκοπούς
γυμνοί μέσα στο κρύο

Κατά τ' άλλα εσείς
που 'σαστε υγιείς και αξιοπρεπείς
βοηθήστε μας και λίγο
δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή
μια ιδέα στεγανή
που να μη μπάζει κρύο

Πουλάμε σώμα και ψυχή
δώστε μας λίγη προσοχή
στα υπόγεια μαύροι ποντικοί
λουφάζουνε δύο δύο

Παίρνουμε σβάρνα τους γιατρούς
αδύνατοι μπροστά στους δυνατούς
και συναντάμε ξέμπαρκους θεούς
που χάσανε το πλοίο

Κατά τ' άλλα εσείς
που 'σαστε υγιείς και αξιοπρεπείς
βοηθήστε μας και λίγο
δώστε μας πνοή στέγη και τροφή
μια ιδέα στεγανή
που να μη μπάζει κρύο

Penulis : DON KORLEONE ~ Sebuah blog yang menyediakan berbagai macam informasi

Artikel ΦΛΟΥ ini dipublish oleh DON KORLEONE pada hari Τετάρτη 7 Απριλίου 2010. Semoga artikel ini dapat bermanfaat.Terimakasih atas kunjungan Anda silahkan tinggalkan komentar.sudah ada 0 komentar: di postingan ΦΛΟΥ
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου